ευνοστία

ευνοστία
εὐνοστία και ἐμνοστία και ἐμνοστιά και εὐμνοστία και ὀμνοστιά, ἡ (Μ) [εύνοστος]
1. μτφ. γλυκύτητα
2. διασκέδαση
3. χαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”